πατατούκα

πατατούκα
η
(λ. ιταλ.), είδος αντρικού μανδύα από χοντρό μάλλινο ύφασμα χωρίς μανίκια ή τρύπες στη θέση των μανικιών, αλλιώς κάπα.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • πατατούκα — η κοντό ανδρικό πανωφόρι από χοντρό μάλλινο ύφασμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. patatucco] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”